Ιωάννης Κακουδάκης
Αντιστράτηγος ε.α.
Επίτιμος Α’ Υπαρχηγός ΓΕΣ
τέως Διευθυντής της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης το 1902 σε επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Ζαϊμη, μεταξύ των άλλων έγραφε:
«…Στείλε μου πενήντα παλικάρια, πενήντα Κρητικούς να τους ενώσω με τους δικούς μου. Θα καταρτίσω έτσι είκοσι Σώματα και θα τα μοιράσω από τον Αλιάκμονα ως το Μαρίχοβο και το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Όστροβο (Άρνισσα), Σέτινα, Βλάδοβο
(΄Αγρας), Βοδενά (Έδεσσα) και Καρατζόβα. Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράση. Ένα σωρό πρόκριτοι, ιερείς, και διδάσκαλοι είναι μυημένοι και οι οπλαρχηγοί περιμένουν ενίσχυση από την Ελλάδα. Ο ερχομός των παλικαριών από κάτω (Κρήτη) θα δώσει κουράγιο στους δικούς μου, θα εμποδίσει την αποσκίρτησή τους και θα φοβίσει τους Βουλγάρους…»[1]
Και η Κρητική ρίμα απαθανάτισε σε δημοτικό ριζίτικο τραγούδι το εθνικό αυτό κάλεσμα του Καραβαγγέλη:
«…Ελάτε σεις ηρωικοί τση Κρήτης πολεμάρχοι,
τσ’ Ηπείρου οι σταυραετοί και Μακεδονομάχοι,
Ρούβα και Βάρδα και Κλειδή και Θύμιε Καούδη,
Κατσίγαρη και Πούλακα, Σκουντρή και Νικολούδη
και Καραβίτη και Μακρή, Σκαλίδη, Μαυρογένη,
Μπολάνη και Καλογερή, Γαλάνη, Σεϊμένη…
ψυχές μεγάλες με τιμή σ’ αγώνες, αγιασμένες
τση Μάνας Κρήτης οι γενιές οι χιλιοδοξασμένες…»[2]
Είναι αδύνατο να παραθέσει κανείς όλα τα ονόματα των ηρωικών Κρητικών Μακεδονομάχων και Ηπειρομάχων της περιόδου 1903-1913, και ακόμα δυσκολότερο είναι να αξιολογήσει τη γενναιότητα, την ανδρεία και το εθνικό τους φρόνημα. Η επετηρίδα των Κρητικών Μακεδονομάχων περιλαμβάνει 533 άνδρες[3] (σύμφωνα με τον ΑΝ 76/1936 και το ΝΔ 4185/1961). Επομένως, όσα ονόματα δεν αναφερθούν δεν υστερούν, ούτε εσκεμμένα αποσιωπήθηκαν. Η ιστορία, η Κρητική ιστορία, η Ελλάδα, τους έχει τιμήσει και καταχωρίσει στον αθάνατο κατάλογο των ηρώων, και τους υμνεί με Κρητικούς ριζίτικους στίχους, παρόμοιους με αυτούς που προανέφερα και με ανάλογες προτομές, αγάλματα, μνημεία, επιγραμματικές στήλες, προσωπικά γραμματόσημα και οδωνύμια στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στην Αθήνα, στους τόπους που έπεσαν και στα χωριά και στις πόλεις της καταγωγής τους.
Η έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα 1903-1908 τοποθετείται πολύ νωρίτερα, το 1870 με τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχείας μετά την παρέμβαση της Τουρκίας και μέχρι το 1897 χαρακτηρίζεται από την έντονη προπαγανδιστική δραστηριότητα. Συνεχίζεται με την τρομοκρατική δράση των ένοπλων κομιτατζήδων, οι οποίοι είχαν σκοπό τον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου με τους διωγμούς, τις δολοφονίες και τις σφαγές, καθώς και την οργάνωση ταραχών και ψευδεξεγέρσεων. Από τις πρώτες μορφές εκδήλωσης ενεργού αντίδρασης ήταν η αποστολή αντάρτικων σωμάτων από την Εθνική Εταιρεία το 1896. Ακολούθησε η ενεργός συμμετοχή του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη στην περιφέρεια τής Καστοριάς το 1901, ενώ παράλληλα ξεκίνησε και η οργάνωση αντάρτικων σωμάτων στο Βιλαέτι Μοναστηρίου υπό την ηγεσία του Ίωνα Δραγούμη και στο Βιλαέτι Θεσσαλονίκης υπό την ηγεσία του Γενικού Προξένου Λάμπρου Κορομηλά. Έτσι άρχισε ο Μακεδονικός Πόλεμος, ένας πόλεμος ιδιόμορφος, παράξενος και ανορθόδοξος που έγινε, κυρίως, μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων σε έδαφος που κατείχε η Τουρκία.
Οι Κρητικοί ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΑ ανταποκρίθηκαν στο εθνικό προσκλητήριο για να σωθεί η Μακεδονία. Ο νεαρός Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Τσόντος (με το ψευδώνυμο Καπετάν Βάρδας)[4] βρήκε τους πρώτους ετοιμοπόλεμους και ριψοκίνδυνους εθελοντές Κρητικούς: Γεώργιο Πέρρο ή Περάκη, Ευθύμιο Καούδη, Λαμπρινό Βρανά και Γεώργιο Δικώνυμο- Μακρή που με ενθουσιασμό δέχτηκαν να πάνε στη Δυτική Μακεδονία και να είναι οι πρωτοπόροι στο διαφαινόμενο αφυπνισμό της Ελλάδας[5]. Τον Απρίλιο του 1903 αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη. Όμως, οι τοπικές τουρκικές αρχές τους θεώρησαν ύποπτους, τους παρακολουθούσαν στενά και τελικά τους εξανάγκασαν να επιστρέψουν στην Αθήνα. Μόνο ο Γεώργιος Πέρρος κατόρθωσε να πείσει τους Τούρκους ότι ήταν ζωέμπορος και επισκέφθηκε το Μοναστήρι και την Καστοριά για να μεταφέρει στον Ίωνα Δραγούμη και τον Γερμανό Καραβαγγέλη αξιόλογη μυστική αλληλογραφία. Ο Πέρρος επέστρεψε στην Αθήνα με ενθαρρυντικές αφηγήσεις για την κατάσταση που επικρατούσε στις περιοχές που επισκέφτηκε και με τη βεβαιότητα ότι υπήρχαν άνθρωποι στη Μακεδονία έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα για το έθνος. Έτσι, ενίσχυσε το ηθικό των φίλων του Κρητικών στην Αθήνα και αποφάσισαν από κοινού να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους.
Με σύντονες ενέργειες καταρτίστηκε το πρώτο ένοπλο σώμα για την ενίσχυση της οργάνωσης του Μητροπολίτη Καραβαγγέλη. Ο Ανθυπολοχαγός Τσόντος βρήκε και πάλι έξι Κρητικούς, οι οποίοι μαζί με τους τέσσερις προηγουμένους και με τη συνοδεία του Ανθυπολοχαγού Μαζαράκη Κωνσταντίνου (Καπετάν Ακρίτας) πήγαν στα Τρίκαλα, εφοδιάστηκαν με οπλισμό και πυρομαχικά και στις 13 Ιουνίου 1903 πέρασαν ένοπλοι την τότε ελληνοτουρκική μεθόριο. Το πρώτο ελληνικό αντάρτικο σώμα που μπήκε στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία αποτελούσαν οι: Γεώργιος Πέρρος, Ευθύμιος Καούδης, Γεώργιος Δικώνυμος- Μακρής , Λαμπρινός Βρανάς, Γεώργιος Σεϊμένης, Γεώργιος Ζουρίδης, Γεώργιος Στρατινάκης, Ευστράτιος Μπονάτος, Μανούσος Κατουνάτος, και Νικόλαος Λουκάκης. Την ίδια περίοδο ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης πήρε επιστολή του Π.Μελά με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1903 που μεταξύ άλλων έγραφε: «…Οι Κρήτες που σας στέλνομεν, είναι τέλειοι τύποι πολεμιστών. Γενναίοι, ευφυείς, τολμηροί, αποφασιστικοί, φιλόδοξοι και έχοντες ανεπτυγμένον το εθνικόν αίσθημα. Είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσωσι καταπληκτικώς τον αγώνα σας.»[6] Αυτά τα προφητικά λόγια επιβεβαιώθηκαν περίτρανα και οι μισοί απ’ αυτούς έπεσαν στα πεδία των μαχών, για τη σωτηρία και την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Η παρουσία του πρώτου αντάρτικου Σώματος των δέκα Κρητικών από την ελεύθερη Ελλάδα, αν και πολύ σύντομη, λειτούργησε ιδιαίτερα ευεργετικά για τον ελληνικό αγώνα στη Μακεδονία. Η πείρα που απέκτησαν αποδείχτηκε πολύτιμη και δύο από αυτούς, ο Ευθύμιος Καούδης και ο Γεώργιος Δικώνυμος- Μακρής, διέπρεψαν αργότερα ως Αρχηγοί Σωμάτων. Οι συγκρούσεις με τις Βουλγαρικές συμμορίες, η εφαρμοζόμενη τακτική τους, η ανικανότητά τους στη σκοποβολή, ο βαθμός της εν γένει στρατιωτικής τους κατάρτισης, ενθάρρυναν τους Κρητικούς να συνεχίσουν με επιτυχία τις προσπάθειές τους και να δώσουν ένα ευοίωνο σάλπισμα αφύπνισης για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Πριν από την επάνοδο των δέκα Κρητικών οι αξιωματικοί της Εθνικής Επιτροπής έστειλαν νέο εικοσαμελές σώμα με τους Λεωνίδα Παπαμαλέκο και Στυλιανό Κλειδή. Έπεσαν ηρωικά και οι δύο το 1912. Όμως κατά το χρόνο της προπαρασκευής τους στη Θεσσαλία, εκδηλώθηκε η βουλγαρική εξέγερση του Ίλιντεν[7] στις 20 Ιουλίου 1903 στη Δυτική Μακεδονία και η επανάσταση της Μεταμόρφωσης στην Αδριανούπολη σηματοδότησαν τη νέα φάση του Μακεδονικού Ζητήματος. Για το λόγο αυτό ο Παύλος Μελάς είπε να ματαιώσουν την είσοδο στη Μακεδονία και να επιστρέψουν στην Αθήνα. Ωστόσο οι βουλγαρικές και τουρκικές ενέργειες οδήγησαν τους Έλληνες σε εξέγερση. Από τις αρχές του 1904 η ελληνική κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Γεώργιο Θεοτόκη αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μετριοπαθή στάση της και να εφαρμόσει μια πιο ρεαλιστική πολιτική για τα μακεδονικά πράγματα, λαμβάνοντας ορισμένα μέτρα.
Τη νύχτα 27 προς 28 Αυγούστου 1904 Σώμα με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Πυροβολικού Παύλο Μελά (Καπετάν Μίκης Ζέζας)[8], ο οποίος ορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Δυτικής Μακεδονίας, δυστυχώς μόνο για 45 μέρες, διήλθε την ελληνοτουρκική μεθόριο και ουσιαστικά σηματοδοτούσε την ενεργό συμμετοχή του ελληνικού κράτους με 34 άνδρες από τους οποίους οι δέκα ήταν Κρητικοί. Δυστυχώς, ο Παύλος Μελάς σκοτώθηκε πρόωρα, στις 13 Οκτωβρίου 1904, στη Στάτιστα (σημερινό Μελά) και ο θάνατός του[9] συγκλόνισε τον ελληνισμό, γενόμενος αιώνιο σύμβολο και θρύλος που συνδέθηκε άρρηκτα με την επίσημη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, και παρέμεινε ήρωας στην αιωνιότητα και στις καρδιές των Ελλήνων.
Μετά το θάνατο του Παύλου Μελά το Μακεδονικό Ζήτημα έγινε εθνική υπόθεση και Γενικός Αρχηγός ορίστηκε ο Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Κατεχάκης (Καπετάν Ρούβας ή Αποστόλου Γεώργιος από την Πόμπια Ηρακλείου της ΣΣΕ Τάξης 1902), ο οποίος παρέμεινε μέχρι την άνοιξη του 1905, οπότε ορίστηκε ο Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Τσόντος μέχρι το τέλος του 1908. Δηλαδή, από τους τρεις Γενικούς Αρχηγούς, οι δύο ήταν Κρητικοί. Από τους 82 Αρχηγούς Σωμάτων οι 19 ήταν Κρητικοί. Και από τους 19 ιδιώτες αρχηγούς οι 14 ήταν Κρητικοί:
Βολάνης Γεώργιος, Γύπαρης Παύλος, Καλομενόπουλος Νικόστρατος (Μίδας), Καούδης Ευθύμιος, Καραβίτης Ιωάννης, Κατσίγαρης Εμμανουήλ (Καραμανώλης), Κλειδής Στυλιανός, Μακρής- Δικώνυμος Γεώργιος, Νικολούδης Ευάγγελος, Νικολούδης Εμμανουήλ, Νταφώτης Ιωάννης, Πούλακας Ιωάννης, Σκαλίδης Γεώργιος, Σκουνδρής Εμμανουήλ, Τσόντος Μιχαήλ. Το σύνολο των Καπεταναίων Κρητικών που έλαβαν μέρος στο ΜΑ ήταν 39 με 2.976 άνδρες[10].
Αυτοί που έμειναν για πάντα στη Μακεδονική γη ήταν:
Αρχηγοί- Οπλαρχηγοί: 13
Ομαδάρχες: 12
Εθελοντές Οπλίτες – Πράκτορες: 639
Εθελοντές σε σώματα μη Κρητικών: 108
Σύνολο: 769
Ο πρώτος νεκρός του Μακεδονικού Αγώνα ήταν ο Γεώργιος Σεϊμένης, 22 χρόνων, από την Ανώπολη Σφακίων, τον οποίο συνέλαβαν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και αφού τον κατακρεούργησαν, το έκαψαν στην Κλεισούρα, στις 23 Ιουλίου 1903, ενώ ο αδελφός του Γιάννης Σεϊμένης σκοτώθηκε στο Μοναστήρι (27 Μαρτίου 1906), προσπαθώντας να δραπετεύσει από τις φυλακές. Αξίζει να αναφέρουμε και δύο πράκτορες που τελικά επέζησαν. Ο Μιχαήλ Φρατζεσκάκης από το Βάμο Χανίων, με το ψευδώνυμο Μανώλης Καφετζόπουλος, που υπηρέτησε και ως διευθυντής της Δημοτικής Σχολής Μπελκαμένης (Δροσοπηγής) και ως επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων Πρεσπών. Στις ενέργειές του αργότερα ως διαπρεπούς δικηγόρου οφείλεται η ένταξη των Κρητικών Βρακοφόρων στην Προεδρική Φρουρά. Και, τέλος, ο Δημήτρης Λαμπράκης, επίσης από το Βάμο Χανίων, που προσέφερε εξαιρετικές εθνικές υπηρεσίες ως πράκτορας, στο Κομιτάτο του Μακεδονικού Αγώνα. Πρόκειται για τον μετέπειτα ιδρυτή και εκδότη των εφημερίδων «Βήμα»(1922), «Τα Νέα»,κ.ά. Και οι δύο φυλακίστηκαν από τους Τούρκους στο Μοναστήρι.
Βέβαια, στο Μακεδονικό Αγώνα πολέμησαν και θυσιάστηκαν, επίσης, γενναίοι αγωνιστές από τη Μάνη, Μεσσηνία, Αρκαδία, Αθήνα, Ρούμελη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Θράκη, Μικρά Ασία, τα νησιά μας και από κάθε άλλη γωνιά του ελεύθερου και υπόδουλου ελληνισμού. Δυστυχώς, ο διαθέσιμος χρόνος και το θέμα μου δεν επιτρέπουν να επεκταθώ σε αντίστοιχη εξιστόρηση.
«Ο Μακεδονικός αγώνας αποτελεί ένα μεγάλο μάθημα που πρέπει να διατηρήσουμε πάντοτε θερμό και να το μεταδίδουμε από γενεά σε γενεά ως ιερή παρακαταθήκη, όπως είναι η παρακαταθήκη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Αλλά και στην προσφορά του αίματος, η Κρήτη έχει την μερίδα του λέοντος. Οι Κρητικοί ήταν εκείνοι που σήκωσαν το μεγαλύτερο μέρος του αγώνος και που πλήρωσαν με το αίμα τους την υπεράσπιση των δικαίων της Μακεδονίας.»
(Καθηγητής Λαούρδας, Β., Πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών)
Εύλογα, γεννάται το ερώτημα ή η απορία πολλών, γιατί αυτή η μεγάλη ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ συμμετοχή των Κρητικών στο Μακεδονικό Αγώνα, 1903- 1908 και 1912- 1913; Η απάντηση είναι ότι οι σχέσεις της Κρήτης με τη Μακεδονία, διαχρονικά ήταν άριστες και παραδοσιακά είχαν ενσωματωθεί στη νοοτροπία των κατοίκων τους, όπως ιστορικά τεκμηριώνονται. Στο στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπηρετούσαν Κρήτες τοξότες, περίφημοι για τις ικανότητές τους, ενώ ο ναύαρχος Νέαρχος του στόλου του Μακεδόνα βασιλιά ήταν Κρητικός. Αρκετές εκατονταετίες αργότερα, στον Ερωτόκριτο του Βιτζέντζου Κορνάρου, βρίσκουμε ένα ακόμα τεκμήριο της φιλίας Κρητών και Μακεδόνων. Ο Χαρίδημος, το ρηγόπουλο της Κρήτης, και ο Νικόστρατος, ο αφέντης της Μακεδονίας, θεμελιώνουν αυτή τη φιλία σε αμοιβαίους όρκους και υπόσχονται πώς, αν η περίσταση το επιβάλλει, ο καθένας θα προστρέξει σε βοήθεια του άλλου.
ΝΙΚΟΣΤΡΑΤΟΣ: …Σ’ αγάπην έναν αδελφόν έχεις εμπιστεμένο…τη τζόγια (στεφάνι) την ολόχρυση και τη φιλία μου έχεις…τσι χώρας μου, τα πλούτη μου όριζε σα δικά σου.
ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ: … Μήνα μου δίχως ντήρησι σε κάθε σου χρειά,να ζήσεις κι αγάπα με ώστε να ζω, και μη με λησμονήσεις.
(Ερωτόκριτος σελ. 132- 133)
Και αυτή η υπόσχεση, παρά το λογοτεχνικό της περιεχόμενο, τηρήθηκε κατά γράμμα και από τις δύο πλευρές. Στη διάρκεια των Κρητικών Επαναστάσεων (1866- 1869) εναντίον των Τούρκων, αρκετοί Μακεδόνες κατέβηκαν στην Κρήτη εθελοντικά για να βοηθήσουν στον αγώνα των Κρητικών. Στην πολύνεκρη μάχη του Βαφέ Χανίων στις 12 Οκτωβρίου 1966 μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Μακεδόνας Αναστάσιος Βαφειάδης από τη Σιάτιστα. Πολλοί Μακεδόνες επίσης, εθελοντικά πολέμησαν στην Κρήτη το 1826, το 1844 εναντίον των Τούρκων και σε άλλες περιόδους. Και οι Κρητικοί ανταπέδωσαν την προσφορά και τις θυσίες τους πολλαπλασίως, πολεμώντας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. ΄Ενιωθαν την απελευθέρωση των αδελφών σκλαβωμένων Μακεδόνων σαν δική τους υπόθεση. Άλλωστε, ο αγνός εθνικισμός ανέκαθεν κόχλαζε στην Κρήτη. Ο έρωτας προς την ελευθερία ήταν μια πελώρια κινητήρια δύναμη, να φύγουν από το Νότο και να πάνε στο βορρά της Επικράτειάς μας. Τους έσπρωχνε η ορμή της πολεμικής ράτσας και η παράδοση των ατελείωτων απελευθερωτικών αγώνων. Για αυτό η Κρήτη έγινε Στρατόπεδο προετοιμασίας μαχητών- ανταρτών, έμπεδο, θα λέγαμε στη στρατιωτική ορολογία, που τροφοδοτούσε το ΜΑ 1903-1908 και αργότερα το 1912- 1913, με άνδρες που ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν για τη Μακεδονία, βάζοντας όπως πάντα οι Κρητικοί «τη λευτεριά πιο πάνω από τη ζωή» (Π. Πρεβελάκης) και παραμένοντας «η Κρήτη των τυράννων ακοίμητη φοβέρα» (Κ. Παλαμάς).
« …Πώς βρέθηκαν από τα Κρητικά βουνά στην απόμερη αυτή μακεδονική γωνιά, που μόνο ακουστά την είχαν,τόσοι πολλοί Κρητικοί, είναι από τα θαυμαστά της ελληνικής ψυχής. Έμαθαν ότι ζητούνταν παλικάρια πρόθυμα να παίξουν τη ζωή τους σ΄ένα εθνικό σκοπό και έτρεξαν για τη σωτηρία των αδελφών Μακεδόνων και ολόκληρος η Κρήτη είχε μεταβληθεί σε στρατόπεδο του Μακεδονικού Αγώνος.»
(Γεώργιος Μόδης, Μοναστηριώτης, Μακεδονομάχος και αργότερα Υπουργός του Βενιζέλου)
Το 1908 η ελληνική κυβέρνηση ανέθεσε τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο Μακεδονικό Κομιτάτο, στο οποίο εντάχθηκε και ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Παναγιώτης Δακλής. Παράλληλα, νέα ελληνικά και βουλγάρικα σώματα εισήλθαν στη Μακεδονία, ώστε ο αριθμός τους έφτασε στα 80 ελληνικά και 110 βουλγάρικα. Εντωμεταξύ, στις 11 Ιουλίου 1908 έγινε το κίνημα των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη. Εξαγγέλθηκαν υποθέσεις για την κατάργηση των τρομοκρατικών μεθόδων και συμπεριφορών των Τούρκων, που έγιναν δεκτές από τους υπόδουλους Χριστιανούς της Βαλκανικής και πίστεψαν σε ένα καλύτερο μέλλον ελευθερίας και ισότητας. Έτσι το κίνημα αυτό έθεσε τέλος στον πολύχρονο και εξοντωτικό Μακεδονικό Αγώνα. Δυστυχώς, όμως, οι ελπίδες αυτές σύντομα διαψεύστηκαν και όλοι πείστηκαν ότι στο νέο καθεστώς υπήρχε ευεργετική θέση μόνο για τους μωαμεθανούς Τούρκους και συνεχίστηκε η νέα εθνικιστική πολιτική της Τουρκίας για την εξόντωση των Ελλήνων.
Ο Μακεδονικός Αγώνας είναι μεγάλος σταθμός στη νεότερη ιστορία μας. Αφύπνισε τον Ελληνισμό, ματαίωσε τον αφελληνισμό της Μακεδονίας μας και την αυτονόμηση ή την προσάρτησή της στη Βουλγαρία. Προετοίμασε το έδαφος και δημιούργησε ευνοϊκές προϋποθέσεις για τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στο χώρο της Βαλκανικής Χερσονήσου. Έκρινε, τέλος, την τύχη του βόρειου ελληνικού πληθυσμού, όπως θα προκύψει από τους εθνικούς απελευθερωτικούς θριάμβους που επακολούθησαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρωθυπουργός, σε ομιλία του πριν την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων 1912- 1913 εξαίρει τη σημασία του Μακεδονικού Αγώνα και υποδεικνύει το χρέος, να αποδοθεί τιμή σε όλους τους συντελεστές του: « Ο ΜΑ επιβάλλουν λόγοι εθνικοί να γίνει το ευαγγέλιον της ελληνικής φυλής. ..Αξίζει να στεφανωθεί ο αμυντικός εθνικός εκείνος αγώνας, ο οποίος έσβησε την ντροπήν του 1897, διότι το παράδειγμα των ηρωικών εθελοντών εξύπνησε και αναθάρρησε ολόκληρο το αποθαρρημένον Έθνος. Να γιατί πρέπει να τιμούνται πρωτοπόροι άπαντες εκείνοι, για καθαρούς εθνικούς μελλοντικούς σκοπούς και για παράδειγμα των μεταγενεστέρων[11]»
Ο Μακεδονικός Αγώνας όντως υπήρξε η αφετηρία των νικηφόρων απελευθερωτικών αγώνων του 1912-1913 και η δικαίωση δεν άργησε να έρθει. Και στους πολέμους αυτούς οι Κρητικοί δεν έμειναν ουδέτεροι και αμέτοχοι, ανεξάρτητα αν η Κρήτη- Η Κρητική Πολιτεία- βρισκόταν ακόμη κάτω από την επικυριαρχία του Σουλτάνου και οι Κρητικοί παρέμειναν εντός εισαγωγικών «Τούρκοι υπήκοοι». Όμως, στην Κρήτη η επιστράτευση προχωρούσε παράλληλα με εκείνην (17 Σεπτεμβρίου 1912) στην υπόλοιπη χώρα και μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκαν 16 λόχοι, οι οποίοι μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος μεταφέρθηκαν στον Πειραιά. Με αυτούς και άλλους που στάλθηκαν στη συνέχεια από την Κρήτη συγκροτήθηκαν στην Αθήνα τέσσερα Τάγματα Κρητών, από τα οποία τα τρία αποτέλεσαν το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών που διατέθηκε στο Στρατό Ηπείρου και το 4ο Τάγμα στο Στρατό Θεσσαλίας, ως Ανεξάρτητο Τάγμα.[12]
Στις 5 Οκτωβρίου που κηρύχθηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών έφθασε με πλοία στον Πειραιά. Οι Κρητικοί παρήλασαν παρατεταγμένοι, ευθυτενείς, αγέρωχοι προς την Αθήνα και έγιναν αντικείμενο θερμών εκδηλώσεων σε ένα παραλήρημα εθνικού ενθουσιασμού. Ας μη ξεχνάμε ότι οι Κρητικοί είχαν γίνει θρύλος στην ελληνική συνείδηση για τις ατελείωτες επαναστάσεις τους (πάνω από 30). Και βέβαια, ένιωθαν να τους συνοδεύει η αίγλη του Κρητικού Πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος αποτελούσε έναν ισχυρό πόλο έλξης για κάθε Κρητικό. Μάλιστα, ο ίδιος ο Βενιζέλος στις 14 Οκτωβρίου 1912, παράδωσε στον Διοικητή Αντισυνταγματάρχη Πεζικού Λάμπρο Συνανιώτη τη σημαία του Συντάγματος και υπήχθη στον Στρατό Ηπείρου, όπου έλαβε μέρος στις μάχες Πέντε Πηγαδιών (24-27 Οκτ.), Πεστών (29 Οκτ.), και από το Δεκέμβριο 1912 μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου 1913 στις θρυλικές και φονικές μάχες Αετοράχης, Μανωλιάσας και Μπιζανίου. Ο Κωστής Καπιδάκης, εθελοντής φοιτητής της Νομικής στον «Ιερό Λόχο Κρητών Φοιτητών» και μετέπειτα προϊστάμενος της Γραμματείας του Εφετείου Κρήτης γράφει: «Εκ των 1400 ανδρών του Τάγματος που είχε ενταχθεί ο Λόχος Φοιτητών έμειναν ζώντες 567. Οι λοιποί 833 είχαν πέσει στο πεδίο της Μάχης και το Τάγμα οργανώθηκε σε Διλοχία»[13]
Ο «ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ ΚΡΗΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ» υπαγόταν στο 1ο Τάγμα Κρητών του Ανεξάρτητου Συντάγματος Κρητών. Ο ιερολοχίτης Ιωάννης Κ. Χατζιδάκης, και μετέπειτα γεοπόνος, στο βιβλίο του «Ηρώον Πολεμιστών» το 1927, μας δίνει μια πλήρη και συνοπτική εικόνα της οργάνωσης και της δράσης αυτού του ηρωικού λόχου. Γράφει:
«Ο κρητικός Εθελοντικός Λόχος απετελέσθη εκ 250 φοιτητών και σπουδαστών, οίτινες εγκαταλείψαντες τα μαθητικά θρανία, έσπευσαν αμέσως μετά την κήρυξιν των Βαλκανικών Πολέμων αυθορμητως να χύσωσιν και αυτοί το αίμα των ως Ιερολοχίται του 1821, υπέρ της απελευθερώσεως των υπό τον Τουρκικόν Ζυγόν στεναζόντων αδελφών μας.
Έλαβον μέρος απ’ αρχής μέχρι τέλους εις την γιγαντομαχίαν του Ηπειρωτικού Αγώνος. Διεδραμάτισαν κύριον ρόλον εις την μάχη των Πεστών, κυριεύσαντες και δύο πυροβολα- πρώτοι εισελθόντες εις Πεστά…
Η 21η Φεβρουαρίου 1913,ημέρα παραδόσεως του Μπιζανίου, εύρεν αυτούς απέναντί του και εις απόστασιν 200 μόλις μέτρων. Αλλά και το έγγραφον της παραδόσεως των Ιωαννίνων κατατέθη εις χείρας των. Και δι’ αυτών, μεταβιβάσθη εις Γενικόν Αρχηγείον…
Εις τον Δεύτερον Βαλκανικόν Πόλεμον, τον κατά της Βουλγαρίας, εισήλθον εις Ξάνθην και Γκιουμουλτζίναν (Κομοτηνή). Διέτρεξαν μέγα μέρος της Μακεδονίας και της Θράκης.
Έφθασαν νικηταί μέχρι της Ροδόπης και πέραν του Νευροκοπίου, ότε επρόλαβεν την προέλασίν των η συνθήκη ειρήνης- διότι άλως, θα εισήρχοντο εις Σόφιαν…
Ο Λοχαγός των Πέτρος Σαλταμπάσης, εφονεύθη εις Μπιζάνι. Ο διοικητής του Τάγματος Σταύρος Ρήγας, ετραυματίσθη εν μέσω αυτών.
Αι απώλειαι του Λόχου Κρητών Φοιτητών εις νεκρούς, τραυματίας και θανόντας εκ των κακουχιών του πολέμου, υπερέβησαν τους 160 εκ των 250 που αποτελούν αρχικώς το σύνολον.»[14]
Το 4ο Τάγμα Εθελοντών Κρητικών με Διοικητή τον Ταγματάρχη Γεώργιο Π. Κολοκοτρώνη, εγγονό του Θ. Κολοκοτρώνη,[15] (σκοτώθηκε στις 12 Ιουλίου 1913, μαχόμενος στην Άνω Τσουμαγιά), διατέθηκε στο Στρατό Θεσσαλίας, στην VII Μεραρχία. Πολέμησε ηρωικά στα Στενά της Πέτρας, στην απελευθέρωση της Κατερίνης (15 Οκτ. 1912), στη Μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτ.1912) και ήταν το πρώτο Τάγμα που εισήλθε στη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου 1912, ως εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας.[16]
Στο Τάγμα αυτό υπηρετούσε και ο Ανθ/γος Ιωάννης Αλεξάκης (1885-1985), μετέπειτα Αντιστράτηγος (μια εξαίρετη στρατιωτική και συγγραφική φυσιογνωμία). Κατά το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο το τάγμα έλαβε μέρος στη Μάχη του Κιλκίς- Λαχανά (19- 21 Ιουνίου 1913), ενταγμένο στηνVI Μεραρχία. Επίσης, έλαβε μέρος στην απελευθέρωση του Σιδηροκάστρου (26-27 Ιουνίου 1913) και έφθασε μέχρι Τσουμαγιά (12-14 Ιουλίου 1913). Οι απώλειες του τάγματος αυτού ήταν οι μεγαλύτερες από όλες τις άλλες αντίστοιχες μονάδες του Ελληνικού Στρατού (από τους 1000, επέζησαν μόνο 50!) του ελληνικού στρατού.
Αποκορύφωμα της συμμετοχής και της συμβολής των Κρητικών για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912- 1913 αποτελούν και οι μαθητές του Γυμνασίου Χανίων[17]. Στον προαύλιο χώρο του 1ου Γυμνασίου Χανίων υπάρχει το μνημείο που απαθανατίζει τους 40 νεκρούς μαθητές.
Στις τρεις πλευρές του μνημείου είναι χαραγμένα τα ονοματεπώνυμα των μαθητών και στην πρόσοψη οι παρακάτω στίχοι:
«ΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΗΝ ΤΙΜΗ
ΜΕ Τ’ ΑΡΜΑΤΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
ΕΤΡΕΞΑΜΕ ΑΠ’ ΤΟ ΣΚΟΛΕΙΟ
ΣΤΑ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΑ ΜΕΡΗ.
ΜΑ ΒΟΛΙ ΜΑΥΡΟ ΞΕΣΚΙΣΕ
ΤΑ ΣΤΗΘΗ ΜΑΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
ΣΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΝ ΑΝΑΒΡΑΣΜΟ
ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΥΚΕΙΑ ΜΗΤΕΡΑ
ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΙΜΗΘΗΤΕ ΜΑΣ
ΣΑΝ ΤΟ ΖΗΤΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ
ΤΟΝ ΝΙΚΗΤΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΕΙΝΕ ΧΑΡΑ ΚΙ ΕΛΠΙΔΑ»
Ως εθελοντές κατατάχτηκαν στο Στρατό (VII Mεραρχία) και οι δύο γιοι του Ελ. Βενιζέλου. Ο 19χρονος Κυριάκος και ο 18χρονος Σοφοκλής, εύελπις τότε, ως Λόχίας. Στο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών υπήγοντο επίσης ο Λόχος των εξ Αμερικής εθελοντών, ο Λόχος Διδασκάλων (ήταν εύκολο οι Κρητικοί δάσκαλοι, ως Τούρκοι υπήκοοι να υπηρετήσουν στη Μακεδονία) κ.ά. Η δύναμή του ανερχόταν στους 3500 εκπαιδευόμενους και ετοιμοπόλεμους άνδρες. Στο Σύνταγμα υπηρετούσαν οι Κρητικοί Ανθυπολοχαγοί: Αλεξάκης Ιωάννης, Αρχαύλης Ιωάννης, Γερουκάκης Ιωάννης, Γυπαράκης Ανδρέας, Κλωνιζάκης Αντώνης, Κούνδουρος Ρούσσος, Λαγουμιτζάκης Ιωάννης, Λιναρδάκης Εμμανουήλ, Μαρινάκης Ιωάννης, Μαρινάκης Σταύρος, Νάθαινας Α, Ξυλούρης Μιχαήλ, Παπαδάκης Νικόλαος, Παπαδογιάννης Εμμανουήλ, Πατεράκης Μιχαήλ, Στρατίκος Στρατής κ.ά.
Αξίζει να μνημονεύσουμε τον πρώτο πανεπιστημιακό δάσκαλο Χρήστο Μακρή από τα Σελλιά Ρεθύμνου, εθελοντή στο Σώμα των 120 ανδρών του συνεπαρχιώτη του Στυλιανού Κλειδή, ο οποίος ανέλαβε και το Σώμα μετά τον θάνατο του Κλειδή. Έπεσε, ηρωικά μαχόμενος, στο Δρίσκο Ιωαννίνων, στις 28 Νοεμβρίου 1912, σε ηλικία 32 ετών. Στην κεντρική είσοδο του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη στήλη στην οποία αναγράφεται: «Χρήστος Μακρής, υφηγητής Θεολογίας, έπεσεν εις τους κατά των Τούρκων Πολέμους 1912- 1913».
Η Κρήτη, όπως είναι γνωστό, παρέμενε ακόμα κάτω από την επικυριαρχία του Σουλτάνου[18], ο οποίος «θα χαλούσε τον κόσμο» με διεθνή διαβήματα, αν η Κρητική Πολιτεία διατηρούσε στρατό. Όμως, πολύ προνοητικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος αντί για στρατό που θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις είχε ιδρύσει το 1907 την «Πολιτοφυλακή» ως επικουρικό σώμα της Χωροφυλακής, με αρχηγό τον Ταγματάρχη Πυροβολικού Ανδρέα Μομφεράτο « για την εξασφάλιση της εσωτερικής τάξης στην Κρήτη και την προστασία της », ώστε να αναγκαστούν εκ των πραγμάτων οι λεγόμενες Προστάτιδες Μεγάλες Δυνάμεις να αποχωρήσουν από το νησί. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως ακριβώς τα είχε προνοήσει ο Βενιζέλος. Δηλαδή, μετά την ίδρυση της «Πολιτοφυλακής» το 1907, οι Μεγάλες Δυνάμεις το 1908 δήλωσαν ότι θα αποχωρήσουν τμηματικά. Και στις 13 Ιουλίου 1909 έφυγαν από την Κρήτη και οι τελευταίοι Ευρωπαίοι στρατιώτες. Ωστόσο, με την πρόσκληση μιας κλάσης περίπου 1000 ανδρών, για την Πολιτοφυλακή, κάθε χρόνο, στο τέλος του 1912 είχαν εκπαιδευτεί περίπου 5.000 άνδρες. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που οι Κρητικοί στους ΒΠ βρέθηκαν εκπαιδευμένοι και ετοιμοπόλεμοι. Στην πραγματικότητα η «Πολιτοφυλακή» ήταν τακτικός στρατός. Επικεφαλής και εκπαιδευτές τέθηκαν τον πρώτο χρόνο 40 αξιωματικοί και 80 υπαξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού, οι οποίοι φαινομενικά διαγράφτηκαν από τη δύναμη του για να μη δημιουργηθούν τουρκικές αντιδράσεις. Συγκροτήθηκαν 2 τάγματα. Το πρώτο με έδρα τα Χανιά και το δεύτερο το Ηράκλειο και εξοπλίστηκαν με τουφέκια Μάνλιγχερ.
Το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών εκτός από την κύρια δράση του στην Ήπειρο (Μάχες Αργυροκάστρου, Πρεμέτης, Κορυτσάς, Μοσχόπολης κ.ά.) τις οποίες δεν θα αναλύσουμε [19], στις αρχές Ιουλίου 1913 μεταφέρθηκε από τους Αγίους Σαράντα στην Καβάλα, εκτός από το ΙΙΙ Τάγμα του, που παρέμεινε στην Κορυτσά. Έλαβε μέρος στην απελευθέρωση της Ξάνθης (13 Ιουλίου 1913), της Κομοτηνής (15 Ιουλίου 1913) και πολεμώντας έφθασε μέχρι το Νευροκόπι (24 Ιουλίου 1913). Στις 14 Αυγούστου 1913 μετονομάστηκε σε 14ο Σύνταγμα Πεζικού και τέλος στις 8 Ιανουαρίου 1914 επανήλθε στα Χανιά, όπου έγινε δεκτό με παλλαϊκό ενθουσιασμό και έτυχε λαμπρής πανηγυρικής υποδοχής.[20]
Επιπλέον του ελληνικού Τακτικού Στρατού και του «Εθελοντικού Στρατού της Κρήτης» δημιουργήθηκαν τα εθελοντικά σώματα των «Προσκόπων», τα οποία πολλαπλώς ενίσχυσαν και βοήθησαν τον Τακτικό Στρατό, πολεμώντας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Οι εθελοντές αυτοί, αφού έδωσαν τον όρκο του στρατιώτη και οργανώθηκαν σε ιδιαίτερα τμήματα, σώματα εθελοντών, με επικεφαλής αξιωματικούς ή οπλαρχηγούς εντάχθηκαν στο στρατό Θεσσαλίας και στο Στρατό ηπείρου, αναλαμβάνοντας διάφορες αποστολές στη διάρκεια του πολέμου. Συνολικά οργανώθηκαν 77 Σώματα Κρητών εθελοντών δύναμης 3.556 ανδρών, 9 Μακεδόνων δύναμης 211 ανδρών, 9 Ηπειρωτών δύναμης 446 ανδρών. Οι εθελοντές Πρόσκοποι από τα λοιπά μέρη της Ελλάδας ανήλθαν σε 1812 άνδρες. Από το σύνολο των 6.025 εθελοντών, οι 3.556 από την Κρήτη και από τα 95 εθελοντικά Σώματα,τα 77 ήταν από την Κρήτη.[21] Στα σώματα αυτά συμμετείχαν όλοι σχεδόν οι Μακεδονομάχοι του ΜΑ, ως αρχηγοί Σωμάτων, Οπλαρχηγοί, Πράκτορες, Οπλίτες κτλ. οι οποίοι είχαν μεγάλη πολεμική εμπειρία και γνώση της Μακεδονίας και είχαν πάρει διαστάσεις γιγάντων στη συνείδηση του λαού.
Η συμβολή και οι θυσίες των Κρητικών στο Μακεδονικό Αγώνα 1903- 1908 και στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, ήταν όντως μεγάλη, αποτελεσματική, ηρωική, αξιοθαύμαστη, και, αποκλειστικά ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ. Τα όσα ανέφερα σε γεγονότα, χρονολογίες, αριθμούς και ονόματα δεν ήταν καθόλου υπερβολικά, ούτε εγκωμιαστικά, ούτε πολλά. Ταπεινά εξιστόρησα ορισμένες πολεμικές δραστηριότητες, πρόβαλα, ίσως, μόνο λίγους ήρωες, ελάχιστους πρωταγωνιστές και μερικούς Κρητικούς, καταθέτοντας με τον «πρέποντα λόγο» τα απαραίτητα στοιχεία. Ο μεγάλος Κρητικός Καζαντζάκης δίνει τη γενική εξήγηση γράφοντας:
«… Δεν ξέρω αν υπάρχει στον κόσμο μια άλλη χώρα, όπου οι άνθρωποί της βλέπουν τον πόνο, την θυσία, την ατομική τους καταστροφή από τόσο ύψος… Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη. Υπάρχει κάποια φλόγα- ψυχή. Κάτι πιο πάνω απ΄ τη ζωή και απ’ το θάνατο, που είναι δύσκολο να το ορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, η παλικαριά, η αψηφισιά μαζί τους…».[22]
Πέρασαν 100 και πλέον χρόνια από την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, 93 από την έναρξη των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων και 92 χρόνια από την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. (1 Δεκεμβρίου 1913).
Επάξια, λοιπόν, και εφέτος με συγκίνηση, ευλάβεια, υπερηφάνεια και θαυμασμό τιμούμε όλους εκείνους τους στρατευμένους και εθελοντές όλης της Ελλάδας, που πολέμησαν, δεινοπάθησαν, τραυματίστηκαν και θυσιάστηκαν στο βωμό του μεγάλου εθνικού χρέους, απελευθερώνοντας τη Μακεδονία, την Ήπειρο και την Κρήτη.
Δυστυχώς, και σήμερα η Μακεδονία μας βρίσκεται σε υψηλό βαθμό επικαιρότητας και σφετερισμού του ονόματός της [23] και οι ευχές όλων μας είναι να έχει την καλύτερη εθνική έκβαση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
- ΑΛΕΞΑΚΗΣ, Ιωάννης, Αντιστράτηγος ε.α. , «Ο πρώτος στρατός της Κρήτης»
- ΓΕΣ/ΔΙΣ «Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη 1904- 1908», Αθήνα 1998, (1979)
- ΓΕΣ/ΔΙΣ «Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912- 1913», τόμος Α’. 1988 (1932), Τόμος Β’ 1991 (1932)
- ΓΕΣ/ΔΙΣ «Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821- 1997», Αθήνα 1997 (1957)
- ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, ΘΕΟΧΑΡΗΣ, «Ιστορία της Κρήτης», Ηράκλειο, 1990
- Δήμος Χανίων «Ημερολόγιο 2004»
- Καλλιτεχνικός Σύλλογος Χανίων, «Κρητικές Μαδάρες», Ημερολόγιο 1991, Χανιά 1991
- ΚΕΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΡΙΣ, «Κρητικοί Εθελοντές στους Απελευθερωτικούς Πολέμους 1912- 1913», Αθήνα 1995
- ΚΟΡΝΑΡΟΣ, ΒΙΤΖΕΝΤΖΟΣ, «Ερωτόκριτος», Βενετία 1713
- ΜΑΝΤΑΚΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Κρήτες Μακεδονομάχοι 1903- 1912», Πολεμικό Μουσείο Χανίων, Χανιά, 1997
- ΜΑΝΤΑΚΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, « Μακεδονικός Αγώνας 1903- 1912», Χανιά, 2005
- Μνημείο Πεσόντων Μακεδονομάχων Μαθητών 1ου Γυμνασίου Χανίων 1912- 1913 (Αποκαλυπτήρια 25 Μαρτίου 1921)
- ΜΟΔΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ, «Στα Μακεδονικά βουνά», έκδ. Ράλλη, Αθήνα, 1930,
- ΜΟΔΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ, «Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί», Θεσσαλονίκη, 1950
- ΜΟΔΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ «Ο Μακεδονικός Αγώνας …», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1967
[1] Γερμανού Καραβαγγέλη: «Ο Μακεδονικός Αγώνας», Αρχείο Μακεδονικού Αγώνος Πηνελόπης Δέλτα, Θεσσαλονίκη 1958, σελ. 15.
[2] Ημερολόγιο 1991, «Κρητικές Μαδάρες», σελ.3
[3] Μάντακα, Ν., Γιάννη, «Μακεδονικός Αγώνας 1903-1908», Εκδόσεις Εταιρείας των Φίλων του Πολεμικού Μουσείου Παραρτήματος Χανίων, Χανιά 2005, σελ. 540- 559
[4] Όλοι οι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού είχαν ένα κωδικό όνομα- ψευδώνυμο, γιατί το επίσημο Ελληνικό Κράτος δεν ήθελε να εκτεθεί απέναντι στην Τουρκία και επομένως δεν έπρεπε να φαίνεται ότι οι Έλληνες Αξιωματικοί είχαν ανάμειξη με τις κινήσεις στη Μακεδονία, διαφορετικά ελλόχευε ο κίνδυνος πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
[5] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη (1904-1908)» Αθήνα, 1998, σελ. 144
[6] ΔΕΤΟΡΑΚΗ Θ., «Ιστορία της Κρήτης» , Ηράκλειο 1990, σελ. 458
[7] Πρόκειται για την εξέγερση του Ίλιντεν στις 20 Ιουλίου 1903 (εορτή του Προφήτη Ηλία), όταν οι τσέτες της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) επιτέθηκαν στο Κρούσοβο, Κλεισούρα, Νυμφαίο και σε άλλες πόλεις για να πυρπολήσουν κυβερνητικά κτίριο, να σκοτώσουν κυβερνητικούς υπαλλήλους και αντιφρονούντες, οπότε οι Βουλγαρικές και Τουρκικές αγριότητες οδήγησαν τον ελληνικό λαό σε εξέγερση, με αποτέλεσμα να γίνει μεγάλο συλλαλητήριο στους στύλους του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα στις 15 Αυγ. 1903. ΄Ετσι η Ελλάδα δραστηριοποιήθηκε.
(ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Ο Μακεδονικός Αγώνας …», ό. π., σελ. 95-108 και σελ. 142-143)
[8] Από τα υποκοριστικά ονόματα των δύο παιδιών του, Μίκης (Μιχαήλ) και Ζέζα (Ζωή)
[9] Αρχικά ο νεκρός Π. Μελάς τάφηκε στις 14 Οκτωβρίου 1904, πάνω από το χωριό Στάτιστα, κοντά σε ένα ρέμα. Στις 17 Οκτωβρίου του 1904 ο Γερμανός Καραβαγγέλης έστειλε τον Ντίνα να μεταφέρει το άψυχο σώμα του στην Καστοριά για ενταφιασμό. Ο Ντίνας έφθασε στο χωριό και άρχισε την εκταφή. Όταν ειδοποιήθηκε ότι τουρκικό απόσπασμα ερχόταν στο χωριό, αφαίρεσε το κεφάλι του Παύλου Μελά, το τύλιξε σε λευκή καθαρή πετσέτα, το έβαλε στο δισάκι του, επανενταφίασε το υπόλοιπο σώμα του, και το μετέφερε αρχικά στο Ζέλοβο (Αντάρτικο) και μετά στο Πισοδέρι Φλώρινας, όπου μυστικά ενταφιάστηκε μπροστά στο ΄Αγιο Βήμα του Ι.Ν. της Αγίας Παρασκευής από τον ιερέα- εθνομάρτυρα π. Σταύρο Τσάμη. Οι Τούρκοι στις 23 Οκτωβρίου 1904, μετά από εξονυχιστικές έρευνες ανακάλυψαν το ακέφαλο σώμα τού Μελά και το μετέφεραν στην Καστοριά. Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης κατόρθωσε να πάρει το λείψανο και τελικά το έθαψε στον προαύλιο χώρο του Ι.Ν. των Ταξιαρχών Καστοριάς. Το 1972 πέθανε η σύζυγος του Παύλου Μελά, Ναταλία, και το 1975 τα οστά της μεταφέρθηκαν από την κόρη τους Ζωή Μελά- Ιωαννίδη και εναποθέτηκαν στο μαρμάρινο μνημείο, πλάι στον ήρωα άνδρα της, σύμφωνα με τη στερνή της επιθυμία.
[10] Μάντακα, Γιάννη, ό.π., σελ. 14, αναγράφονται ονομαστικά οι 39 αυτοί Καπεταναίοι και ο αριθμός των ανδρών του καθένα. Επίσης βλ. Γυπαράκη, Ανδρέα, «Κρήτες Μακεδονομάχοι 1903-1908» τον αντίστοιχο κατάλογο. Οι θυσίες τους αναγράφονται και στο Ημερολόγιο 1991 «Κρητικές Μαδαρες».
[11] Μάντακα, Γιάννη, «Μακεδονικός Αγώνας 1903-1908», ό.π., οπισθόφυλλο έκδοσης 2005
[12] Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ φ. 169/Α/120-149 και ΓΕΣ/ΔΙΣ «Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912- 1913», τόμος Α’. Αθήνα, 1998, σελ. 23
[13] Κελαϊδή, Πάρι, «Κρητικοί Εθελοντές στπυς Απελευθερωτικούς Πολέμους 1912- 1913», Αθήνα 1995. Επιπλέον σημειώνεται ότι «το έγγραφο παράδοσης του Μπιζανίου παραδόθηκε στον Ιερό Λόχο Φοιτητών». Βλέπε και ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β’ τόμος, σελ. 420 κ.ε. και Παράρτημα, σελ. 697
[14] Κελαϊδή, Πάρι, «Κρητικοί Εθελοντές στους Απελευθερωτικούς Πολέμους 1912- 1913», Αθήνα 1995, σελ. 204- 206.
[15] Κελαϊδή, Πάρι, «Κρητικοί Εθελοντές στους Απελευθερωτικούς Πολέμους 1912- 1913», Αθήνα 1995, σελ. 180 και 185
[16] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους ΒΠ…», τόμος Α’, 1998, σελ. 118
[17] Ηρώον του Γυμνασίου Χανίων. ( Αποκαλυπτήρια 25 Μαρτίου 1921).
[18] Η επίσημη ανακήρυξη της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα έγινε την 1η Δεκεμβρίου 1913. Τότε αποκαλύφθηκε και η μαρμάρινη επιγραφή στο Φρούριο του Φιρκά στο λιμάνι των Χανίων στην οποία αναγράφεται: ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΕΝ ΚΡΗΤΗ
1669 – 1913
ΗΤΟΙ 267 ΕΤΗ, 7 ΜΗΝΕΣ, 7 ΗΜΕΡΑΙ
ΕΤΗ ΑΓΩΝΙΑΣ
[19] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Ο Ελληνικός Στρατός 1912- 1913» τόμος Β’, 1991, σελ. 391- 392
[20] Κελαϊδή, Πάρι, «Κρητικοί Εθελοντές στους Απελευθερωτικούς Πολέμους 1912- 1913», Αθήνα 1995, σελ. 182 και Εφημερίδα «Νέα Εποχή Χανίων, φύλλο 9 Ιανουαρίου 1914
[21] ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Ο ελληνικός Στρατός κατά τους ΒΠ 1912- 1913..», 1988, τόμος Α, σελ.20
[22] Μάντακα Γιάννη, «Κρήτες Μακεδονομάχοι», ο.π. σελ. 121
[23] Η λέξη Μακεδονία είναι ιστορικά, εθνικά, γλωσσολογικά και πολιτιστικά ελληνική. Η F.Y.R.O.M. δεν έχει το δικαίωμα να κλέψει αυτό το όνομα. Το ιστορικό της όνομα είναι Vardarska. (Βαρντάρσκα) βλέπε και το άρθρο του Καθηγητή Πανεπιστημίου Σταύρου Θεοφανίδη στο περιοδικό «Διεθνές Βήμα», τεύχος 32 (33), ΙΟΥΝ- ΙΟΥΛ- ΑΥΓ 2005, Δραγατσανίου 4, Αθήνα