Οι μαντινάδες ομοιοκαταληκτούν κατά στίχο. Υπάρχει αφάνταστη ποικιλία και ομορφιά στους στίχους αυτούς. Είναι προϊόντα μιας μεθυστικής ποίησης και πέρα από την ομοιοκαταληξία, έχουν τέσσερις βασικές αρχές: βάθος, φυσικότητα, πρωτοτυπία και ποικιλία.
Η ουσία της μαντινάδας είναι η διείσδυση της στις ρίζες του ατομικού υποσυνείδητου και της ομαδικής εθνότητας. Ως προς τη μορφή, το βάδισμα του στίχου συμπορεύεται με το ρυθμό της γενικότερης κρητικής λογοτεχνίας.
Ως προς την εννοιολογική δομή της μαντινάδας, δηλ. την σύνδεση και τη σύνθεση του πρώτου και του δεύτερου στίχου, υπάρχει μια ανεξάντλητη και θαυμαστή ποικιλία.
Δημιουργούνται συνδυασμοί όπως, π.χ. ο δεύτερος στίχος να συμπληρώνει τον πρώτο, ο πρώτος να είναι θετικός και ο δεύτερος αρνητικός ή και το αντίθετο, ο δεύτερος να αιτιολογεί τον πρώτο, παράλληλοι στίχοι με παρομοιώσεις, να χρησιμοποιείται στον πρώτο παρελθόν και στο δεύτερο παρών ή παρών και μέλλον ή παρελθόν-παρών και μέλλον, ελπίδα και απελπισία, συναίσθημα και σκέψη, να εκφράζει προτροπή, απορία και πικρία, κ.α.
Το δίστιχο, με ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς 15/σύλλαβους στίχους, κοινώς «μαντινάδα» εμφανίζεται ως αυτοτελές ποιητικό είδος, κατά τη γνώμη πολλών ερευνητών, στα τέλη του 14ου αιώνα. Από τόσο παλιά άρχισαν οι άνθρωποι πολλών ελληνικών περιοχών, αλλά κυρίως του νησιώτικου χώρου, να καλλιεργούν συστηματικά τις μαντινάδες.
Στην Κρήτη, όπου ακόμη και σήμερα παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθιση, έχει καθιερωθεί ως ένα από τα σημαντικότερα μέσα λαϊκής καλλιτεχνικής έκφρασης . Βασικοί φορείς του είναι οι λαϊκοί λυράρηδες, οι ριμαδόροι, αλλά και οι απλοί άνθρωποι, οι οποίοι συνηθίζουν να τραγουδούν με θαυμαστή ευχέρεια στα γλέντια τους διάφορα δίστιχα, είτε παραδοσιακά είτε αυτοσχέδια, ανάλογα με την περίσταση.
Οι μαντινάδες τραγουδιούνται με διάφορους μελωδικούς σκοπούς όπου οι περισσότεροι είναι μελωδίες απλές, ευκολομνημόνευτες και μικρής έκτάσης. Έτσι μπορούν εύκολα να προσαρμόσουν διάφορα ποιητικά κείμενα ανάλογα με τη διάθεση και την περίσταση.
Η ευρύτατη διάδοση του ποιητικού αυτού είδους στον ελληνικό νησιωτικό χώρο οφείλεται και στο γεγονός ότι ταιριάζει και διευκολύνει τον αυτοσχεδιασμό, που είναι ιδιαίτερα προσφιλής στους νησιώτες και κυρίως στους Κρητικούς.
Όταν λέμε ότι ο τραγουδιστής αυτοσχεδιάζει με δίστιχα εννοούμε :
α) Ότι συνθέτει δίστιχα που εμπνέεται εκείνη τη στιγμή, δηλ. αυθεντικά, πρωτότυπα, που δεν έχουν ξανακουστεί. Παρατηρείται σε αυτοσχέδιους αγώνες, όπως τα τσακώματα, τα τσατίσματα, τα πεισματικά, όπου οι τραγουδιστές συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα πει τα περισσότερα, τα καλύτερα ή τα σχετικότερα δίστιχα ως προς κάποιο θέμα.
β) Ότι κάνει συνδυασμούς γνωστών ή αυτοσχέδιων διστίχων για να εξυπηρετήσει κάποια δεδομένη ανάγκη. Όπως για παράδειγμα όταν θέλει ο τραγουδιστής να παινέσει τα μάτια της αγαπημένης του, διαλέγει, από τα αποθησαυρισμένα στη μνήμη του, τα δίστιχα που ταιριάζουν περισσότερο στην περίσταση και τα προσαρμόζει στο σκοπό που τραγουδάει. Δημιουργεί έτσι μια αυτοσχέδια σειρά διστίχων, που μολονότι ανεξάρτητα μεταξύ τους, δημιουργείται ένα αυτοτελής τραγούδι λόγω της νοηματικής συγγένειας του περιεχομένου. Σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις προσθέτονται ή αφαιρούνται δίστιχα, έτσι η σειρά δεν είναι σχεδόν ποτέ η ίδια.
Όπως προαναφέρθηκε η μαντινάδα είναι ένα από τα σημαντικότερα μέσα καλλιτεχνικής έκφρασης των απλών ανθρώπων του ελληνικού νησιωτικού χώρου, λόγω της μακράς παράδοσης και της ευρύτατης χρήσης της στην καθημερινή ζωή. Είναι ένα μέσο έκφρασης των σκέψεων και των συναισθημάτων τους με εκπληκτική ευχέρεια. Αυτά τα δίστιχα είναι η προσφορά ενός αξιόπιστου μέτρου αξιολόγησης της λεπτότητας, της καλλιτεχνικής ευαισθησίας και της λαϊκής σοφίας των ανθρώπων που τα έπλασαν και αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του νεοελληνικού λόγου. Διακρίνεται η σταθερότητα του κρητικού πνεύματος και η ενότητα της Κρητικής σκέψης μέσα στους αιώνες, αναλλοίωτη, αδιάφθορη και ζωντανή. Ανεπηρέαστη από το χρόνο και τις συνθήκες της ζωής.