Η μαντινάδα ή πατινάδα ή κοτσάκι είναι ποίημα που αποτελείται από δυο στίχους που συνήθως είναι δεκαπεντασύλλαβοι σε ομοιοκαταληξία ή και τέσσερα ημιστίχια που δεν ομοιοκαταληκτούν απαραίτητα. Αποτελεί μέσο αυθόρμητης λαϊκής έκφρασης σε αρκετά μέρη της Ελλάδας, κυρίως όμως ως κατηγορία του νησιώτικου ελληνικού τραγουδιού στην Κρήτη, που είναι ξακουστή για τις μαντινάδες της.
Ειδικότερα, η κρητική μαντινάδα διακρίνεται για την ιδιάζουσα έκφραση, το μεστό της φράσης και αντανακλά τα αισθήματα, τη σκέψη και τη ζωή του κρητικού λαού. Αντλεί τη θεματολογία της από ποικίλους τομείς και ανάλογα διακρίνονται σε σκωπτικές μαντινάδες, ερωτικές, ευκαιριακές και φιλοσοφικές. Είτε ως φιλοσοφία, είτε εκφράζοντας παράπονο , η μαντινάδα επί αιώνες συνοδεύει τους Κρητικούς σε όλες τους τις στιγμές και στις εκδηλώσεις, στο σημείο που όσοι δεν είναι από την Κρήτη την θεωρούν αποκλειστικά κρητική ποιητική δημιουργία.
Δείγματα κρητικών μαντινάδων
Πολλές μαντινάδες υμνούν την αγαπημένη. Έτσι, μια μαντινάδα λέει:
Μοσχοκανελοκόκκαλη, κανελοζυμωμένη
Γαρεφαλοχνωτάτη κι ακριβαναθρεμμένη[1].
Επίσης, μπορεί να εκφράζει θαυμασμό για τη χάρη και την αβρότητά της:
Άσπρης μυρθιάς μυρτόφυλλο/πράσινης δάφνης φύλλο,
Στρογγυλομηλοπρόσωπη κι εθάμπωσες τον ήλιο.
Εξάλλου, μπορεί να γίνεται έπαινος και για το σαγηνευτικό της βλέμμα:
Μάθια ζαχαροξάνοιχτα, ζαχαροπαιγνιδάτα
Που χαμηλοξανοίγετε και γνέφετε κλεφτάτα.
Άλλοτε εκφράζονται οι μυστικοί πόθοι του ερωτευμένου:
Για σένα καρυδαρρωστώ κι αμυγδαλοδιαβαίνω
Και σταφυλομαραίνομαι κι ανθρώπου δεν το λέω.
Ακόμη, η μαντινάδα μπορεί να αποτελεί και όρκο αγάπης:
Μες στη φωθιά να καίγωμαι, σαν το κερί να λιώνω,
Άθος να γίνει το κορμί για σε, δε μετανιώνω.
Πολλές φορές στα δίστιχα εκφράζεται και το μαρτύριο των ερωτευμένων:
Κλαίω, πονείς, πονώ και κλαις, κλαις και πονείς και κλαίω
Και καίγομαι και κλαις εσύ, και καίγεσαι και κλαίω.
Προτρέπει και σε υπομονή:
Ως έχεις την απομονή, έχε και την ολπίδα
Με τον καιρό το γιασεμί αθεί και βγάνει φύλλα.
Ο πόνος του χωρισμού επίσης περιγράφεται πολλές φορές:
Μισεύγεις, κλαίνε τα πουλιά, μαραίνονται τα δάση
Άχι, τον έρμο τον καιρό, και πότε θα περάσει.
Άλλοτε είναι πρόκληση και πείσμα:
Αγάπη δίχως πείσματα, δίχως καημό και πόνο
Είναι αγάπη ψεύτικη, ψευθιάς αγάπη μόνο.
Άλλοτε γνωμικό:
Μην τόνε κλαις τον αετό όπου πετά οντό βρέχει
Μα κλαίγε το μικρό πουλί, οπού φτερά δεν έχει.
Άλλοτε πείραγμα ή αστεϊσμός:
Ήμουνε κράχτης πετεινός κι εδά στα γεραθειά μου
Να με τζιμπούν οι γι-όρνιθες δεν το βαστά η καρδιά μου.
Το όνομα “μαντινάδα” θεωρείται εξελληνισμένος τύπος του ενετικού “mantinada” που είναι ταυτόσημο με το ιταλικό “mantinatta”. Όμως αυτό το είδος υπήρχε και προ της Ενετοκρατίας όπως αποδεικνύεται σε βυζαντινό χειρόγραφο του 15ου αιώνα όπου περιέχονται τα “Καταλόγια” (βυζαντινά λαϊκά νυκτερινά τραγούδια) τα οποία και είναι μαντινάδες όπως για παράδειγμα τα δύο ακόλουθα βυζαντινά:
Εψές επερνοδιάβαινα, κόρη, εκ της γειτονιάς σου
κι η γειτονιά σου μ΄ ήννοιωσεν και συ κόρη εκοιμάσου.(!)
Όλοι δοξεύουν μ΄ άρματα, όλοι με τα δοξάτια (αντί δοξάρια)
κι εσύ εκ το παραθύρι σου δοξεύεις με τα μάτια. (!)
Αλλά και στην ελληνική αρχαιότητα παρατηρούνται τέτοια άσματα, του αρχαίου “κώμου” των υπερεύθυμων που κατά ομάδες μετά από γλέντι (ευωχία) περιερχόμενοι τους δρόμους τραγουδούσαν «εκωμαόδουν» τα αισθήματά τους κάτω από τα παράθυρα των εκλεκτών τους. Χαρακτηριστικό το δίστιχο του αλεξανδρινού ποιητή Καλλίμαχου που αποκαλεί την καλή του Κωνώπιον:
Ούτως υπνώσαις, Κωνώπιον ως εμέ ποιείς
κοιμάσθαι ψυχροίς τοίσδε παρα προθύροις
(=Έτσι νάδινε ο Θεός να κοιμάσαι κι εσύ Κωνώπιον όπως
κι εμένα με κάνεις να ξαγρυπνώ μπρός στα κρύα σου παράθυρα)
Συνεπώς ως είδος λαϊκού τραγουδιού φέρεται να είναι αρχαίο ελληνικό.
Οι μαντινάδες τραγουδιώνται κυρίως σε γάμους, βαπτίσια, σε εύθυμες συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια γλεντιού ή χορών αλλά και ως καντάδες.
Πουλιά κι΄αϊδόνια κελαϊδούν
εις τα παράθυρα σας
να είναι καλορίζικα
τα στεφανώματα σας.
Πηγή: Wikipedia