Ο Ερωτόκριτος είναι μία έμμετρη μυθιστορία που συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο στην Κρήτη τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλεκτο. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει μελοποιηθεί.
Υπόθεση
Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:
Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.
Β. Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.
Γ. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη.
Δ. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται.
Ε. Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.
Πρότυπο και άλλες πηγές
Άμεσο πρότυπο του έργου είναι η γαλλική δημοφιλής μεσαιωνική μυθιστορία Paris et Vienne του Pierre de la Cypède, που τυπώθηκε το 1487 και γνώρισε μεγάλη διάδοση με μεταφράσεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Κορνάρος γνώρισε το γαλλικό έργο πιθανότατα από ιταλική μετάφραση, καθώς είναι απίθανο να γνώριζε γαλλικά. Δεν πρόκειται όμως για δουλική μίμηση αλλά δημιουργική διασκευή, στην οποία αναγνωρίζονται αρετές σε σχέση με το γαλλικό πρότυπο και τις άλλες διασκευές: η πλοκή είναι περισσότερο οργανωμένη, τα πρόσωπα λιγότερα, περιορίζονται κάποιες επαναλήψεις και επιπλέον υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων. Μέχρι το πρώτο μισό του έργου, ο Κορνάρος ακολουθεί την πλοκή του προτύπου του. Από το σημείο όμως της αποτυχημένης πρότασης γάμου προς τον Βασιλιά, τα δύο έργα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές. Στο Paris et Vienne οι δύο νέοι απάγονται και επιχειρούν να δραπετεύσουν, μετά όμως από λίγο καιρό η κοπέλα συλλαμβάνεται από ανθρώπους του πατέρα της ενώ ο Paris ταξιδεύει στην ανατολή. Η ευεργεσία του προς τον πατέρα της Vienne, που συντελεί στην επανασύνδεση του ζευγαριού, δεν είναι η σωτηρία του βασιλείου από εχθρούς, όπως στον Ερωτόκριτο, αλλά η απελευθέρωση του βασιλιά από την αιχμαλωσία, όταν εκείνος, επιχειρώντας να οργανώσει σταυροφορία, συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Αλεξάνδρεια. Το τέλος των δύο έργων είναι ανάλογο, με τον «άγνωστο» ευεργέτη να κάνει πρόταση γάμου στη Vienne και εκείνη να δέχεται μόνο μετά την αναγνώρισή του.
Εκτός από τη γαλλική μυθιστορία, εμφανής είναι και η επίδραση του Orlando Furioso του Αριόστο, στα σημεία με περισσότερο επικό χαρακτήρα.
Εκτός από τη δυτική επίδραση, ρόλο στη σύνθεση του Ερωτόκριτου έπαιξε και η ελληνική λογοτεχνική παράδοση, δημοτική (δημοτικά τραγούδια και παροιμίες) και έντεχνη (Ερωφίλη, Απόκοπος, Πένθος θανάτου και άλλα δημώδη κείμενα).
Χαρακτήρας
Παρ’ όλο που ως προς την εξέλιξη της υπόθεσης ο Ερωτόκριτος ακολουθεί όλα τα χαρακτηριστικά των αντιστοίχων ιπποτικών μυθιστοριών, παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες ως προς τη δομή, με χαρακτηριστικά που προέρχονται από άλλα λογοτεχνικά είδη. Εκτός από τα επικά στοιχεία, είναι έντονη και η παρουσία δραματικών χαρακτηριστικών: η διαίρεση σε πέντε μέρη απηχεί την πενταμερή διαίρεση του κλασικού δράματος, ενώ θεατρικό χαρακτήρα προσδίδει και η συχνή παρουσία του διαλόγου. Στο χειρόγραφο του έργου δεν παρουσιάζεται η πενταμερής διαίρεση, η οποία εμφανίζεται μόνο στις έντυπες εκδόσεις, θεωρείται όμως από τους μελετητές οργανική και συνδεδεμένη με την σύλληψη του έργου από τον ποιητή.
Το επικό-ηρωικό και το ερωτικό στοιχείο, που αναφέρονται ως θεματικοί πυρήνες ήδη στους πρώτους στίχους («και των αρμάτω οι ταραχές, έχθρητες και τα βάρη / του Έρωτα η εμπόρεση και της φιλιάς η χάρη»), συνυπάρχουν στο έργο μοιρασμένα συμμετρικά, με το ερωτικό να υπερτερεί στο πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο μέρος, ενώ το ηρωικό στο δεύτερο και το τέταρτο, και παράλληλα είναι αλληλένδετα συνδεδεμένα μεταξύ τους, με το ένα να τροφοδοτεί το άλλο: ο έρωτας του Ερωτόκριτου για την Αρετούσα είναι κίνητρο για τη συμμετοχή του στην κονταρομαχία, ενώ η ανδρεία του και η προσφορά στο βασιλιά της χώρας είναι το γεγονός που επιτρέπει την ευόδωση της σχέσης.
Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και το θέμα της αστάθειας της Μοίρας και της Τύχης, ενώ καθοριστική είναι και η σημασία του θέματος των κοινωνικών διακρίσεων: ο έρωτας των δύο ηρώων έρχεται σε αντίθεση με τις καθιερωμένες κοινωνικές συμβάσεις και τους φέρνει σε σύγκρουση με το περιβάλλον τους, τελικά όμως στο τέλος του έργου «νικούν» οι προσωπικές αρετές.
Σημαντική καινοτομία του Κορνάρου είναι η ανάδειξη της ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων και η πειστική αιτιολόγηση των κινήτρων της συμπεριφοράς τους.
Η γλώσσα του Ερωτοκρίτου είναι η κρητική διάλεκτος: χρησιμοποιούνται χαρακτηριστικοί διαλεκτικοί τύποι όπως τα άρθρα τση (της) και τσι (τις), η ερωτηματική αντωνυμία (ε)ίντα στη θέση του τι, τα άρθρα τον , την, το σε θέση αναφορικής αντωνυμίας (Δεν είχαν την αποκοτιά στα θέλου να μιλήσου), σίγηση του τελικού -ν στη γενική πληθυντικού και στο γ’ πληθυντικό πρόσωπο (των αρμάτω, μιλήσου), τοποθέτηση της αντωνυμίας μετά το ρήμα (επίταξη του κλιτικού, π.χ. εχάσαν τα), χρήση τής παρεκτεταμένης αντωνυμίας αυτόνος και αυτείνος (κατά το εκείνος). Ειδικότερα βασίζεται στο ανατολικό κρητικό ιδίωμα και εμφανίζει τα τυπικά χαρακτηριστικά του, όπως χρήση της αντωνυμίας τως αντί τους (τα πάθη τως), τη χρήση της αύξησης η- στους παρελθοντικούς χρόνους (ήκαμε, ήβανε), την αποβολή του -ι- μετά από -σ- (απουράνωση, π.χ. να τσ’ αξώση), καθώς και τον παθητικό αόριστο -θηκα, -θηκες, -θηκε (αντί του δυτικοκρητικου -θη, -θης, -θη(ν), π.χ. εχάθηκε αντί εχάθη).
Βέβαια ο Κορνάρος, όπως και οι άλλοι κρητικοί συγγραφείς της περιόδου, δεν περιορίζεται στους αυστηρούς κανόνες του ενός ιδιώματος, αλλά χρησιμοποιεί και στοιχεία του άλλου, κυρίως για την εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών. Η γλώσσα του Ερωτoκρίτου βασίζεται στην ομιλουμένη κρητική διάλεκτο (κυρίως στο ιδίωμα της Σητείας), διαφοροποιείται όμως από αυτήν, εάν συγκριθεί με τις κωμωδίες ή τα διάφορα έγγραφα, αφού παρουσιάζει ελάχιστες λέξεις που προέρχονται από τα ιταλικά, ενώ αντίθετα έχει συχνά «λογιότερα» λεξιλογικά στοιχεία. Οι γλωσσικές επιλογές του Κορνάρου χαρακτηρίζονται ως ακριβείς και εκφραστικές αλλά παράλληλα λιτές, όπως μαρτυρεί η περιορισμένη παρουσία κοσμητικών επιθέτων. Αντίθετα, είναι πλούσιες οι παραστατικές εικόνες και οι εκτενείς παρομοιώσεις.
Εξίσου φροντισμένη είναι και η στιχουργία του κειμένου: αποφεύγονται οι χασμωδίες και δεν υπάρχουν ατέλειες στην ομοιοκαταληξία. Και η στιχουργία, όπως και η γλώσσα, διαφοροποιείται σε κάποια χαρακτηριστικά από αυτήν του δημοτικού τραγουδιού: Εμφανίζεται εναλλαγή στη θέση των τονιζόμενων συλλαβών μέσα στο στίχο (ακόμα και σε μονές συλλαβές παρόλο που στον ίαμβο τονίζονται οι ζυγές), συχνή παρουσία διασκελισμών και στίξη στο εσωτερικό του στίχου, στοιχεία που συντελούν στην ρυθμική ποικιλία και την αποφυγή της μονοτονίας.
Χειρόγραφη και έντυπη παράδοση του έργου
Το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα όλον τον 17ο αι. Το 1713 τυπώθηκε στη Βενετία από έναν κρητικό, ο οποίος είχε συγκεντρώσει πολλά χειρόγραφα του έργου, στα οποία στηρίχθηκε για να παραδώσει μια αρκετά έγκυρη και αξιόπιστη έκδοση. Δεν σώζεται κανένα από τα χειρόγραφα του έργου εκτός από ένα ανολοκλήρωτο, του 1710. Είναι διακοσμημένο με καλαίσθητες μικρογραφίες, αλλά λιγότερο έγκυρο ως προς την παράδοση του κειμένου σε σχέση με τη βενετσιάνικη έκδοση, γιατί αλλοιώνει σε κάποια σημεία τον ιδιωματικό χαρακτήρα της γλώσσας. Πιθανότατα σταμάτησε να αντιγράφεται μετά την κυκλοφορία της έντυπης έκδοσης του έργου, το 1713. Ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις της αρχικής έκδοσης και η πρώτη νεότερη έκδοση έγινε το 1915 από τον Στέφανο Ξανθουδίδη.
Διάδοση και απηχήσεις
Η απήχηση του έργου ήταν πολύ μεγάλη. Παρατηρούνται επιδράσεις του σε μαντινάδες και επιπλέον στην Κρήτη δημιούργησε μυθολογική παράδοση: τα ονόματα των ηρώων έχουν επιβιώσει ως σήμερα ως βαφτιστικά και η λαϊκή φαντασία ονόμασε «παλάτι του Ηράκλη» τις στήλες του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Η μεγάλη διάδοση του έργου μαρτυρείται από λόγιους και ξένους περιηγητές καθ’ όλον τον 18ο και 19ο αι, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι άνθρωποι στην Κρήτη γνώριζαν όλο το έργο απ’ έξω. Ακόμα και ο Γιώργος Σεφέρης αναφέρει ότι στη Σμύρνη στις αρχές του 20ου αι. η κατανόηση του έργου ήταν πολύ εύκολη, παρά την έντονα ιδιωματική γλώσσα.
Η μεγαλύτερη όμως απόδειξη της απήχησης του έργου είναι η επίδραση που άσκησε στη νεοελληνική ποίηση. Παραδείγματα ποιημάτων επηρεασμένων από τη στιχουργική του είναι Ο Κρητικός του Δ. Σολωμού, το Μήτηρ Θεού του Α. Σικελιανού, ο Επιτάφιος του Γ. Ρίτσου, ο Νέος Ερωτόκριτος του Παντελή Πρεβελάκη.
Δεν έλειψαν βέβαια και οι αρνητικές εκτιμήσεις του έργου. Αρκετοί λόγιοι του 18ου αι. το θεωρούσαν κατώτερο ανάγνωσμα λόγω της λαϊκής γλώσσας και μάλιστα ο Διονύσιος Φωτεινός είχε διασκευάσει το έργο σε μια λόγια, «ανώτερη» όπως πίστευε, γλωσσική μορφή. Ο Κάλβος επέκρινε το έργο ως μονότονο και ο Ιάκωβος Πολυλάς το απέρριπτε εξαιτίας της ιδιωματικής γλώσσας.
Το έργο διασκευάστηκε σε θεατρική μορφή από τον Δ. Συναδινό το 1929, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο ρόλο της Αρετούσας και το 1966 ο Νίκος Κούνδουρος τον διασκεύασε σε κινηματογραφικό σενάριο. Το έργο επίσης έχει μελοποιηθεί πολλές φορές και είναι δημοφιλέστατο άκουσμα στην Κρήτη.
Φιλολογικά προβλήματα
Τα φιλολογικά προβλήματα που σχετίζονται με τον Ερωτόκριτο είναι τρία: το βασικότερο, από το οποίο εξαρτώνται τα άλλα, είναι το ζήτημα της ταυτότητας του ποιητή, καθώς το όνομα Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν διαδεδομένο στην Κρήτη. Τα άλλα δύο σημαντικά προβλήματα είναι το θέμα της χρονολόγησης του έργου και το θέμα του ιταλικού προτύπου στο οποίο βασίστηκε ο ποιητής. Για το θέμα του ποιητή, είναι αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές η ταύτισή του με τον Βιτσέντζο Κορνάρο του Ιακώβου, αδερφό του βενετοκρητικού συγγραφέα Ανδρέα Κορνάρου. Ο Βιτσέντζος, σύμφωνα με αρχειακές πηγές, γεννήθηκε το 1553 και πέθανε το 1613 ή 1614. Με βάση αυτά τα στοιχεία προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο Ερωτόκριτος γράφτηκε ανάμεσα στα 1590 και 1610. Σχετικά με το ιταλικό πρότυπο στο οποίο βασίστηκε ο Κορνάρος, από τις διάφορες διασκευές του γαλλικού έργου έχουν ξεχωρίσει από την έρευνα δύο, μία πεζή του 1543 και μία έμμετρη του Angelo Albani, με τίτλο Innamoramento de due fidelissimi amanti Paris en Vienna, του 1626. Από εξέταση όλων των ιταλικών διασκευών σε σχέση με τον Ερωτόκριτο έχει προκύψει το συμπέρασμα ότι η πεζή διασκευή ήταν αυτή που χρησιμοποίησε ο Κορνάρος, άποψη την οποία αποδέχονται αρκετοί φιλόλογοι. Αυτή η άποψη συμφωνεί και με την προτεινόμενη ταύτιση του ποιητή. Αντιθέτως, η άποψη ότι ο Κορνάρος χρησιμοποίησε τη διασκευή του Albani οδηγεί σε χρονολόγηση του ποιήματος μετά το 1626 και επομένως δεν ευνοεί την αποδοχή της ταύτισης του ποιητή με τον Βιτσένζο Κορνάρο του Ιακώβου.
Πηγή: Wikipedia